σιαλοχόος

σιαλοχόος
σῐᾰλοχόος, ον, ([etym.] χέω)
A letting the spittle run, Aret.SA1.7, SD2.6; σ. ἀδένες the salivary glands, Gal.16.508: hence σῐᾰ

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιαλοχόος — ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, ουν, Α 1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης 2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + χόος / χους (< χέω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σιαλοχόα — σιαλοχόος letting the spittle run neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαλοχόοι — σιαλοχόος letting the spittle run masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαλοχόων — σιαλοχόος letting the spittle run masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαλοχοώ — έω, Α [σιαλοχόος] 1. χύνω ακουσίως το σάλιο μου, είμαι σαλιάρης 2. εκκρίνω σάλιο …   Dictionary of Greek

  • στενωνιανός — ο, Ν φρ. «στενωνιανός πόρος» ανατ. ο εκφορητικός ή σιαλοχόος πόρος τής παρωτίδας, τού κυριότερου σιαλογόνου αδένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”